- τυροκομώ
- (ε) 1. αμετ. заниматься сыроварением, изготовлять сыр;2. μετ. превращать в сыр
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τυροκομώ — τυροκομῶ, έω, ΝΑ παρασκευάζω τυρί, τυροποιῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυρός + κομῶ (< κόμος*) πρβλ. ὀρνιθο κόμος] … Dictionary of Greek
τυροκομώ — τυροκόμησα, τυροκομήθηκα, τυροκομημένος, μτβ. και αμτβ., παρασκευάζω τυρί, είμαι τυροκόμος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυροκομία — η, Ν 1. η τέχνη τής παρασκευής τυριού 2. ο αντίστοιχος κλάδος τής βιομηχανίας τροφίμων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τυροκομώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1854 στον Στ. Σταθόπουλο] … Dictionary of Greek
τυροκομείο — το, ΝΑ [τυροκομῶ] νεοελλ. το εργαστήριο τού τυροκόμου αρχ. 1. αγγείο ή μικρό καλάθι για τη φύλαξη τού νωπού τυριού 2. (κατά τον Ησύχ.) «τάλαρος, ἐν ᾧ ὁ τυρὸς ἐπιμελείας τυγχάνει» … Dictionary of Greek
τυροποιώ — έω, Α [τυροποιός] τυροκομώ … Dictionary of Greek
τυρός — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 10 μ.) στην πρώην επαρχία Κυνουρίας του νομού Αρκαδίας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (57 τ. χλμ.). Ο οικισμός Τυρός. * * * ο, ΝΜΑ το τυρί νεοελλ. φρ. «μεταξύ τυρού και αχλαδιού» α) κατά το επιδόρπιο β) συνεκδ.… … Dictionary of Greek